Λύκειο

Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής

Α

ἀγάλλομαι + Δοτική αιτίας

:

ευφραίνομαι  (>άγαλμα)

ἄγαμαι +Αιτιατική

:

θαυμάζω  (>αγαστός)

ἀγαπάω-ῶ

:

 

1)+Αιτιατική

:

αγαπώ

2) ως αμετάβατο

:

μένω ικανοποιήμενος

ἄγγελος

:

αγγελιαφόρος

ἀγείρω +Αιτιατική

:

συγκεντρώνω

ἄγω +Αιτιατική

:

φέρνω, είμαι αρχηγός, οδηγώ

ἀγών-ῶνος

:

δίκη

αἰδέομαι-οῦμαι +Αιτιατική

:

ντρέπομαι, σέβομαι

αἱρέομαι-οῦμαι

:

 

1)+Ατιατική   

:

εκλέγω, προτιμώ

 2)+Ποιητικό Αίτιο

:

εκλέγομαι

αἱρέω-ῶ +Αιτιατική

:

συλλαμβάνω, κυριεύω

αἴρω +Αιτιατική

:

σηκώνω

αἰσθάνομαι +Αιτιατική

:

αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω

αἰσχρός

:

αισχρός, άσχημος

αἰσχύνομαι

 

 

 1)+Αιτιατική                                   

 

 

2)+Δοτική αιτίας

:

ντρέπομαι

 3)+Τελικό απαρέμφατο

 

 

4)+Κατηγοριματική μετοχή                               

 

 

αἰτέω-ῶ +Ατιατική

:

ζητώ

αἰτία

:

αιτία, κατηγορία

αἰτιάομαι-ῶμαι +Αιτιατική+Γενικη αιτίας

 

:

κατηγορώ κάποιον για κάτι

ἀκούω  κακῶς +Ποιητικό Αίτιο

:

κατηγορούμαι, κακολογούμαι

ἄκων

:

μη θέλοντας, ακούσια

ἁλίσκομαι +Ποιητικό Αίτιο

:

συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι

ἄλκιμος

:

γενναίος  (<ἀλκή=γενναιότητα)

ἀλλότριος

:

ξένος  (>απαλλοτρίωση)

ἡ  ἀλλοτρία

:

ξένη χώρα

ἅμα

:

συγχρόνως

ἁμαρτάνω +Γενική

:

αποτυγχάνω σε κάτι, σφάλλω

ἀμύνομαι +Αιτιατική

:

αποκρούω, εκδικούμαι

ἀμύνω +Αιτιατική

:

αμύνομαι εναντίον κάποιου, αποκρούω

ἀμύνω +Δοτική

:

βοηθώ κάποιον

ἀμφότεροι

:

και οι δύο

ἀναιρέω-ῶ +Αιτιατική

:

καταστρέφω, καταργώ, αφανίζω

ἀναλίσκω\ἀναλόω-ῶ +Αιτιατική

:

σπαταλώ, αφανίζω

ἀνδράποδον (τό)

:

δούλος

ἀνεψιός

:

εξάδελφος

ἀνιάομαι-ῶμαι

:

λυπάμαι, στενοχωρούμαι

ἀξιόω-ῶ +Αιτιατική+Τελικό απαρέμφατο

:

αξιώνω, απαιτώ να

ἀπαγορεύω +Κατηγορηματική μετοχή

:

1)αποκάνω, κουράζομαι να

(αόρ. :ἀπεῖπον)

 

2)απαγορεύω να

ἄπειμι

:

φεύγω, αποχωρώ

ἀποδιδράσκω

:

δραπετεύω

ἀποθνῄσκω

:

πεθαίνω (από μη φυσικό θάνατο)

ἀποκτείνω +Αιτιατική

:

σκοτώνω

ἀπόλλυμι +Αιτιατική

:

χάνω, σκοτώνω, καταστρέφω

ἀποφαίνομαι

:

εκφράζω γνώμη

ἀποψηφίζομαι +Γενική

:

αθωώνω κάποιον στο δικαστήριο

ἀργύριον

:

τα χρήματα

ἀρτίως

:

πριν από λίγο

ἄρχω +Γενική

:

1)ξεκινώ, αρχίζω

 

 

2)κυβερνώ

ἄρχομαι +Γενική

:

αρχίζω

ἄτιμος

:

στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων

ἀτιμόω-ῶ +Αιτιατική

:

στερώ κάποιον από τα πολιτικά του  δικαιώματα

αὐτόματος

:

από μόνος του (-μου κ.λ.π.)

ἀφίημι +Αιτιατική

:

αφήνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι

:

φθάνω

ἀφίσταμαι +Γενική

:

απομακρύνομαι, αποστατώ

ἄχθομαι +Δοτική αιτίας

:

δυσανασχετώ με κάτι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Β

βαίνω

:

προχωρώ (>βήμα)

βάλλω +Αιτιατική+Δοτική οργάνου

:

ρίχνω, χτυπώ (>βλήμα, βολή)

βιάζομαι +Αιτιατική+Τελικό απαρέμφατο

:

εξαναγκάζω να

 

βοάω-ῶ

:

φωνάζω, καλώ (>βοή)

βοηθέω-ῶ +Δοτική

:

σπεύδω να βοηθήσω

βουλεύω

:

1)συσκέπτομαι, συζητώ (κυρίως στη βουλή)

 

 

2)είμαι μέλος της βουλής

βουλεύομαι

 

 

             1)ως αμετάβατο

 

 

                     2)+Αιτιατική

:

σκέπτομαι, αποφασίζω

 3)+Τελικό απαρέμφατο

 

 

βούλομαι +απαρέμφατο

:

θέλω να

βοῦς  (ὁ,ἡ)

:

βόδι, αγελάδα

βροτός

:

θνητός

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γ

γάρ

:

1) γιατί

 

 

2) δηλαδή

 

 

3) λοιπόν

γιγνώσκω

 

 

1)+Κατηγορηματική μετοχή

 

 

2)+δευτερεύουσα πρόταση

:

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

γνώμη

:

γνώμη, διάνοια

γράφω +Αιτιατική

:

ζωγραφάζω κάτι

γράφω νόμον\ψήφισμα

:

προτείνω εγγράφως νομοσχέδιο

γράφω πόλεμον\εἰρήνην

:

προτείνω εγγράφως πόλεμο\ειρήνη

 

 

 

 

 

 

 

Δ

δαίμων-ονος

:

θεότητα (καλή ή κακή)

δέ

:

αλλά, όμως, καί

δέδοικα, δέδια

 

 

                     1)+Αιτιατική

 

 

2)+Ενδοιαστική πρόταση

:

φοβάμαι

δεῖ +Τελικό απαρέμφατο

:

πρέπει

δείκνυμι +Αιτιατική

:

δείχνω

δεινός

:

φοβερός, ικανότατος

τὰ δεινά

:

οι κίνδυνοι

δέομαι

 

 

                          1)+Γενική

:

χρειάζομαι κάτι 

2)+Γενική+Αιτιατική

:

παρακαλώ κάποιον για κάτι

τὰ δέοντα

:

τα αναγκαία, τα απαραίτητα

δέος

:

φόβος

δεσπότης

:

αφέντης, κύριος

δεῦρο

:

προς τα εδώ

δεῦτε

:

εμπρός !

δέω-ῶ +Αιτιατική

:

δένω

δή

:

λοιπόν

δῆτα

:

στ’ αλήθεια

δῃόω-ῶ +Αιτιατική

:

καταστρέφω, φονεύω (>δῄωσις)

διαβολή

:

συκοφαντία

διάγω+

Κατηγορηματική μετοχή

:

περνώ τον καιρό μου κάνοντας κάτι

διαλλάττω +Αιτιατική+Δοτική

:

συμφιλιώνω κάποιον με κάποιον

διαπράττομαι +Αιτιατική

:

κατορθώνω

διατάσσομαι

:

τοποθετούμαι (κυρίως στο πεδίο μάχης)

διατελέω-ῶ +Κατηγορηματική μετοχή

:

περνώ τον καιρό μου κάνοντας κάτι

διαφθείρομαι

:

καταστρέφομαι, σκοτώνομαι

δίκη

:

δικαιοσύνη, τιμωρία, ικανοποίηση

δίκην δίδωμι

 

 

  1)+Δοτική

 

 

2)+Ποιητικό Αίτιο

:

τιμωρούμαι (από κάποιον)

δίκην λαμβάνω +Ποιητικό Αίτιο

:

τιμωρώ κάποιον

δίκην +Γενική

:

σαν ......

δοκεῖ +Δοτική προσωπική+απαρέμφατο

:

μου φαίνεται ότι, αποφασίζω να

δόξα

:

γνώμη

δουλεύω +Δοτική

:

είμαι δούλος, υπηρετώ κάποιον

δουλόω-ῶ +Αιτιατική

:

υποδουλώνω

δύναμαι +Τελικό απαρέμφατο

:

μπορώ να

 

 

 

 

 

 

 

 

Ε

ἔαρ-ος,  τό

:

άνοιξη

ἐάω-ῶ +Αιτιατική+Τελικό απαρέμφατο

:

αφήνω κάποιον να

ἐγκαλέω-ῶ +Δοτική+Αιτιατική

:

κατηγορώ κάποιον για κάτι

ἔγκλημα

:

κατηγορία

ἐγκρατής +Γενική

:

κύριος κάποιου πράγματος

(ἐ)θέλω +Τελικό απαρέμφατο

:

θέλω

ἐθίζω +Αιτιατική+Τελικό απαρέμφατο

:

συνηθίζω κάποιον να

ἔθος-ους

:

έθιμο, συνήθεια

εἰ

:

εάν

εἴθε

:

μακάρι να

εἰκῇ

:

στην τύχη, όπως λάχει

εἰκός ἐστι

:

είναι εύλογο\φυσικό να

εἰκότως

:

εύλογα

εἰ μή

:

παρά μόνο, εκτός αν

εἰμί

:

1) είμαι κάτι

 

 

2) υπάρχω

εἶμι

:

πηγαίνω, έρχομαι

εἱργνύω +Αιτιατική

:

φυλακίζω

εἴργω +Αιτιατική

:

εμποδίζω

εἶτα

:

έπειτα

εἴωθα +Τελικό απαρέμφατο

:

συνηθίζω να

ἕκαστος

:

ο καθένας

ἑκάτερος

:

ο καθένας από τους δύο

ἑκών

:

εκούσια, με τη θέλησή του (μου κ.λ.π.)

ἔλαττον ἔχω +Γενική

:

μειονεκτώ έναντι κάποιου

ἐλαύνω

 

 

            1)ως αμετάβατο

:

πορεύομαι

                     2)+Αιτιατική

:

οδηγώ κάποιον

ἐλέγχω +Αιτιατική

:

αποδεικνύω το άτοπο ή την ενοχή κάποιου

ἐλευθερόω-ῶ +Αιτιατική+Γενική

:

ελευθερώνω,απαλλάσσω κάποιον από κάτι

ἐλέφας-αντος

:

ελάφαντας

ἐμός-ή-όν

:

δικός-ή-ό μου

ἐναντίος

:

εχθρός

ἐνδεής

:

πτωχός

ἔνδον

:

μέσα

ἕνεκα\ἕνεκεν

:

εξαιτίας\για

ἔνθα

:

όπου, εκεί, τότε

ἐνθένδε

:

από εδώ

ἐνθυμέομαι-οῦμαι

 

 

                     1)+Αιτιατική

:

έχω στο νου, λαμβάνω υπόψη

                          2)+Γενική

:

θυμάμαι

ἐνιαυτός

:

έτος

ἔνιοι-αι-α

:

μερικοί-ές-ά

ἐνταῦθα

:

εκεί, τότε

ἐντεῦθεν

:

από εκεί

ἐντυγχάνω +Δοτική

:

συναντώ κάποιον

ἐξαιτέομαι-οῦμαι +Αιτιατική

:

ζητώ την παράδοση κάποιου

ἐξανδραποδίζομαι +Αιτιατική

:

υποδουλώνω

ἐξελαύνω +Αιτιατική

:

εξορίζω

ἔξεστι +Τελικό απαρέμφατο

:

είναι δυνατό να

ἔοικα +Δοτική

:

μοιάζω με, φαίνομαι σαν

ἐπαίρομαι +Δοτική αιτίας

:

περηφανεύομαι για κάτι

ἐπαΐων-οντος

:

ο ειδικός

ἔπειμι +Αιτιατική\Δοτική

:

επιτίθεμαι σε κάποιον

ἐπέχω +Αιτιατική

:

εμποδίζω, σταματώ

ἐπιβουλεύω +Δοτική

:

μηχανορραφώ εναντίον κάποιου

ἐπιδημέω-ῶ

:

έρχομαι και μένω σε έναν τόπο

ἐπικουρέω-ῶ +Δοτική

:

βοηθώ

ἐπιλανθάνομαι +Γενική

:

ξεχνώ

ἐπιμαρτύρομαι +Αιτιατική

:

επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα

ἐπιμελέομαι-οῦμαι +Γενική

:

φροντίζω, νοιάζομαι

τὰ ἐπιτήδεια

:

τα αναγκαία

ἐπιτρέπω +Δοτική+Αιτιατική

:

αναθέτω\παραχωρώ σε κάποιον κάτι

ἐπιτήδευμα

:

ασχολία, επάγγελμα

ἐπιχώριος

:

ντόπιος

ἕπομαι +Δοτική

:

ακολουθώ

ἐράω-ῶ +Αιτιατική

:

αγαπώ

ἐρρωμένος-η-ον

:

δυνατός

ἐσθής-ῆτος, ἡ

:

ρούχο

ἐσθίω +Αιτιατική

:

τρώω

ἐσθλός

:

καλός, γενναίος

ἔσθ’ ὅτε\ἔστιν ὅτε

:

μερικές φορές, κάποτε

ἔστιν +Τελικό απαρέμφατο

:

είναι δυνατόν να...

ἔσχατος

:

τελευταίος

ἑταῖρος

:

φίλος, σύντροφος

ἑταίρα

:

παλλακίδα, γυναίκα ελευθερίων ηθών

ἕτερος

:

άλλος, ο άλλος εκ των δύο

εὖ

:

καλά

εὐβουλία

:

φρόνηση, σύνεση

εὐδαιμονίζω +Αιτιατική

:

θεωρώ κάποιον ευτυχή

εὐδαιμονέω-ῶ

:

είμαι ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ

:

έχω καλή φήμη, προοδεύω

εὐήθης

:

απονήρευτος, αθώος

εὐλαβέομαι-οῦμαι +Αιτιατική

:

σέβομαι, φυλάγομαι από κάτι

εὖ πάσχω +Ποιητικό Αίτιο

:

ευεργετούμαι 

εὖ ποιέω-ῶ +Αιτιατική

:

ευεργετώ

εὐπετής

:

εύκολος

εὖ πράττω

:

ευτυχώ                                                                                                                                                                   

εὐτυχέω-ῶ

:

είμαι τυχερός

 

 

 

 

 

 

 

 

Ζ

ζηλόω-ῶ +Αιτιατική+Γενική

:

ζηλεύω, θαυμάζω κάποιον για κάτι

ζημία                     

:

ζημιά, τιμωρία

ζημιόω-ῶ +Αιτιατική+Δοτική τρόπου

:

βλάπτω, τιμωρώ κάποιον με κάτι

ζητέω-ῶ +Αιτιατική

:

ερευνώ, αναζητώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η

:

ή, παρά

:

αληθινά, βέβαια

:

όπου, με όποιον τρόπο

ἡγεμών-όνος

:

οδηγός, αρχηγός

ἡγέομαι-οῦμαι

 

 

1)+Γενική

:

είμαι αρχηγός κάποιου

  2)+Ειδικό απαρέμφατο

:

πιστεύω ότι...

ἥδομαι +Δοτική αιτίας

:

ευχαριστιέμαι με

, ἦ δ’ ὅς,

:

, είπε αυτός,

ἡδύς

:

ευχάριστος

ἥκω

:

έχω έρθει, έρχομαι

ἡ ἤπειρος

:

η ηπειρωτική χώρα

ἡττάομαι-ῶμαι +Γενική

:

υστερώ κάποιου, νικιέμαι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θ

θαρρέω-ῶ

:

είμαι θαρραλέος

θεάομαι-ῶμαι +Αιτιατική

:

βλέπω, παρατηρώ

θέμις ἐστί +Τελικό απαρέμφατο

:

είναι δίκαιο, επιτρέπεται

θεραπεύω +Αιτιατική

:

φροντίζω, υπηρετώ

θεράπων-οντος

:

υπηρέτης

θνῄσκω

:

πεθαίνω

θύω +Αιτιατική

:

θυσιάζω

 

 

 

 

 

 

 

 

Ι

ἰδίᾳ

:

στην ιδιωτική ζωή

ἰδιώτης

:

ο απέχων από τα πολιτικά

ἱκανός

:

αρκετός

ἵστημι +Αιτιατική

:

τοποθετώ\στήνω κάτι

ἰάομαι-ῶμαι +Αιτιατική

:

θεραπεύω

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κ

καθέζομαι

:

κάθομαι

καθεύδω

:

κοιμάμαι

καθίστημί τινά τι

:

κάνω κάποιον κάτι

καινός

:

καινούριος, παράξενος

καίπερ

:

αν και

καιρός

:

ευκαιρία

κακῶς λέγω +Αιτιατική

:

κακολογώ

κακῶς ποιῶ +Αιτιατική

:

βλάπτω

κακός

:

κακός, δειλός, άσχημος

καλός

:

καλός, όμορφος

κάμνω

 

 

            1) ως αμετάβατο

:

κουράζομαι

2)+Κατηγορηματική μετοχή

:

κουράζομαι να...

καταγιγνώσκω +Γενική+Αιτιατική

:

καταδικάζω\κατηγορώ κάποιον για κάτι

καταλείπω +Δοτική+Αιτιατική

:

εγκαταλείπω\αφήνω σε κάποον κάτι

καταλύω

:

διαμένω προσωρινά

καταψηφίζομαι +Γενική+Αιτιατική

:

καταδικάζω κάποιον σε\για κάτι

κατοικίζω +Αιτιατική

:

1) εγκαθιστώ ανθρώπους σε αποικία

 

 

2)ιδρύω αποικία

κελεύω +Αιτιατική

:

διατάζω, προτρέπω, παρακαλώ

κέρας-ατος, τό

:

κέρατο, πολεμική πτέρυγα

κήδομαι +Γενική

:

φροντίζω για κάποιον

κηδεστής

:

εξ αγχιστείας συγγενής, πεθερός

 

 

 

κινδυνεύω

 

 

             1) ως αμετάβατο

:

ριψοκινδυνεύω

 2) +Τελικό απαρέμφατο

:

είναι πιθανό να, φαίνεται να

κλεινός

:

ένδοξος

κλέος-ους

:

δόξα

κλῆρος, ὁ

:

1) κληρονομιά   

 

 

2) το εκ διανομής γαιών κτήμα(>κληροῦχος)

τά κοινά

:

οι πολιτικές υποθέσεις

κοινῇ

:

από κοινού

1) +Αιτιατική+Δοτική

:

ενώνω κάτι με κάτι

2) +Δοτική+Αιτιατική

:

ανακοινώνω σε κάποιον κάτι

κοινωνέω-ῶ

 

 

1) +Γενική

:

μετέχω σε κάτι

2)+Δοτική+Γενική

:

συμμετέχω με κάποιον σε κάτι

κολάζω +Αιτιατική

:

τιμωρώ

κομίζω +Δοτική+Αιτιατική

:

φέρνω σε κάποιον κάτι

κοῦφος

:

ελαφρύς, ελαφρόμυαλος

κρατέω-ῶ +Γενική

(ή Αιτιατική)

:

επικρατώ, νικώ, γίνομαι κύριος

κτάομαι-ῶμαι +Αιτιατική

:

αποκτώ

κτείνω +Αιτιατική

:

σκοτώνω

κύριος

:

ιδιοκτήτης, αφέντης

κωλύω +Αιτιατική+Γενική

:

εμποδίζω κάποιον από κάτι

 

 

 

 

 

 

 

 

Λ

λαγχάνω +Αιτιατική

:

μου λαχαίνει κάτι(>λαχνός, λαχείο)

λᾴθρα

:

στα κρυφά

λαμβάνω +Αιτιατική

:

παίρνω, συλλαμβάνω

λανθάνω +Αιτιατική

+Κατηγοριματική μετοχή

:

δε με αντιλαμβάνεται κάποιος να κάνω κάτι

εὖ λέγω

:

επαινώ

λείπω +Δοτική+Αιτιατική

:

αφήνω, εγκαταλείπω σε κάποιον κάτι

λιμός

:

πείνα

λοιδορέω-ῶ +Αιτιατική

:

υβρίζω

λοιμός

:

επιδημική ασθένεια

λυμαίνομαι +Αιτιατική

:

καταστρέφω, σκοτώνω

λύμη, ἡ

:

καταστροφή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μ

μάλιστα

:

προπαντός, κυρίως

μανθάνω +Αιτιατική

:

καταλαβαίνω, μαθαίνω

μαρτυρέω-ῶ

:

καταθέτω ως μάρτυρας

μαρτύριον

:

απόδειξη

μεγαλαυχέω-ῶ

:

υπερηφανεύομαι

μέγα φρονῶ

:

υπερηφανεύομαι

μείγνυμί τινί τι

:

αναμειγνύω κάτι με κάτι

μειράκιον

:

νεαρός

μέλει μοί τινος

:

με νοιάζει για κάτι

μέλλω

 

 

1) +απαρέμφατο μέλλοντα

:

σκοπεύω να

2 )+ απαρέμφατο      ενεστώτα

 

:

 

αναβάλλω να

μέμνημαι +Γενική

:

θυμάμαι

μέμφομαι +Αιτιατική

:

κατηγορώ

μεταμέλει μοί τινος

:

μετανιώνω για κάτι

μεταπέμπομαι +Αιτιατική

:

στέλνω και καλώ

μέτριος

:

μετριοπαθής

μηχανή

:

επινόηση, στρατήγημα

μιμνῄσκομαι +Γενική

:

θυμάμαι

μιμνῄσκω τινά τινός

:

θυμίζω σε κάποιον κάτι

μισθόομαι-οῦμαι +Αιτιατική

:

νοικιάζω ως ενοικιαστής

μισθόω-ῶ +Αιτιατική+Δοτική

 

:

 

νοικιάζω ως ιδιοκτήτης

μοῖρα

:

μοίρα, μερίδιο

 

 

 

 

 

 

 

 

Ν

ναῦς, ἡ

:

πλοίο (κυρίως το πολεμικό)

νέμεσις

:

απονομή δικαιοσύνης, θεϊκή τιμωρία

νέμω +Δοτική+Αιτιατική

:

μοιράζω σε κάποιους κάτι

νέμομαι

 

 

1)+Δοτική+Αιτιατική

:

μοιράζομαι με κάποιους κάτι

2)+Αιτιατική

:

εκμεταλλεύομαι (για βιοπορισμό)

νομίζω

 

 

1) +απαρέμφατο

:

νομίζω ότι

2) +Αιτιατική +κατηγορούμενο

 

:

 

θεωρώ κάποιον ως...

νῦν

:

τώρα

νύν

:

λοιπόν

 

 

 

 

 

 

 

 

Ξ

τὸ ξενικόν

:

μισθοφορικό στράτευμα

ξένος

:

1) φίλος εκ φιλοξενίας

 

 

2) μισθοφόρος(ξένος) στρατιώτης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο

ὅθεν

:

από όπου

οἴομαι +Ειδικό απαρέμφατο

:

νομίζω ότι

οἶδα

 

 

1) +Αιτιατική

:

ξέρω κάτι

2) +Αιτιατική

   +Κατηγοριματική μετοχή

:

γνωρίζω για κάποιον ότι

οἴκαδε

:

προς την πατρίδα

οἰκεῖος

:

συγγενής, «δικός μας»

οἰκέτης

:

οικιακός δούλος

οἰκίζω +Αιτιατική

(βλ. κατοικίζω)

 

 

οἴκοθεν

:

από την πατρίδα

οἴκοι

:

στην πατρίδα

οἶμαι (βλ. οἴομαι)

 

 

οἶόν τ’ ἐστίν

+Τελικό απαρέμφατο

 

:

 

είναι δυνατό να

οἶός τ’ εἰμί

+Τελικό απαρέμφατο

 

:

 

μπορώ να

οἴχομαι+Κατηγοριματική μετοχή

:

εσπευσμένα\αμέσως (κάνω κάτι)

ὀκνέω-ῶ

+Τελικό απαρέμφατο

 

:

 

διστάζω να

οἱ ὀλίγοι

:

ολιγαρχικοί

ὀλιγωρέω-ῶ +Γενική

:

αδιαφορώ για κάποιον

ὄμβρος, ὁ

:

βροχή

ὁμιλέω +Δοτική

:

συναναστρέφομαι με

ὁμιλία

:

συναναστροφή

ὄμνυμι                         

 

 

1)+απαρέμφατο (μέλλοντα)                            

:

ορκίζομαι ότι

2)+Αιτιατική

:

σφραγίζω με όρκο κάτι

ὁμολογέω-ῶ +Δοτική

:

συμφωνώ με\σε

ὅμορος

:

γειτονικός

ὀνειδίζω +Δοτική+Αιτιατική

:

μυκτηρίζω\κατηγορώ σε κάποιον κάτι

τά ὄντα

:

περιουσία

ὀξύς

:

σφοδρός

ὅποι

:

όπου

ὁπότερος

:

όποιος από τους δυο

ὁράω-ῶ +Αιτιατική

(+Κατηγορηματική μετοχή)

 

:

 

βλέπω

ὁρμάω-ῶ\-ῶμαι

+Τελικό απαρέμφατο

 

:

 

1) επιθυμώ να

 

 

2) ξεκινώ να

ὁρμέω-ῶ

:

είμαι αγκυροβολημένος

ὁρμίζομαι

:

αγκυροβολώ

ὅρος, ὁ

:

σύνορο, όριο

ὄρος, το

:

βουνό

οὐδαμῶς

:

με κανένα τρόπο

οὐδεπώποτε

:

ποτέ ως τώρα

οὖν

:

λοιπόν

οὖς,ὠτός, το

:

αυτί

οὐσία

:

1) ουσία

 

 

2) περιουσία

οὕτως

:

1) έτσι

 

 

2) τόσο

 

 

 

 

 

 

 

Π

παιδεύω +Αιτιατική

:

εκπαιδεύω, μορφώνω

παιδιά, ἡ

:

παιγνίδι

παῖς, ὁ\ἡ

:

1) παιδί

 

 

2) δούλος, υπηρέτης

παίω +Αιτιατική

:

χτυπώ

πάλαι

:

παλιά, από παλιά, από ώρα

παντάπασιν

:

εντελώς

πανταχοῦ, -ῇ

:

παντού

πάνυ

:

πολύ

παραγίγνομαι +Δοτική

:

συμπαραστέκομαι, συμμαχώ

παρακαλέω-ῶ +Αιτιατική

:

προσκαλώ

παρακελεύομαι +Δοτική+Αιτιατική

:

παραγγέλνω, παρακινώ κάποιον για κάτι

παραλαμβάνω +Αιτιατική

:

παίρνω,αναλαμβάνω(ένα αξίωμα)

παραμυθέομαι-οῦμαι +Αιτιατική

:

παρηγορώ

τὸ παράπαν

:

καθόλου, τίποτα

παρασκευάζω +Αιτιατική

:

προετοιμάζω

παρασκευή

:

προετοιμασία

(ἐκ τοῦ) παραχρῆμα

:

εκ του προχείρου, αμέσως

πάρειμι +Δοτική

:

παρευρίσκομαι, συμπαρίσταμαι

πάσχω +Αιτιατική

+Ποιητικό Αίτιο

:

υφίσταμαι κάτι από κάποιον

παύω\-ομαι +Αιτιατική\Δοτική

:

τελειώνω, σταματώ

πειράομαι-ῶμαι

 

 

1)+Γενική

:

επιχειρώ κάτι

2)+Τελικό απαρέμφατο

:

επιχειρώ να

πέμπω +Αιτιατική

:

στέλνω

πένομαι

:

είμαι πάμπτωχος

περιγίγνομαι +Γενική

:

υπερισχύω κάποιου

περιοράω-ῶ +Αιτιατική

+Κατηγορηματική μετοχή

:

αδιαφορώ\αφήνω\ανέχομαι να γίνεται κάτι

πίμπλημι +Γενική+Αιτιατική

:

γεμίζω με κάτι κάτι

πιπράσκω +Αιτιατική

+Γενική αξίας

:

πουλάω κάτι σε μια τιμή

πίπτω

 

 

1) ως αμετάβατο

:

πέφτω

2) +Ποιητικό Αίτιο

:

σκοτώνομαι από κάποιον

τὰ πιστά

:

οι εγγυήσεις

πιστός

:

αξιόπιστος

πλεονεκτέω-ῶ

 

 

1) +Γενική

:

πλεονεκτώ έναντι κάποιου

2) ως αμετάβατο

:

είμαι πλεονέκτης

πληρόω-ῶ +Αιτιατική+Γενική

 

:

 

γεμίζω κάτι με κάτι

πόθεν

:

από πού ;

ποί

:

κάπου

ποῖ

:

πού ; προς τα πού ;

ποιέω-ῶ

 

 

1) +Αιτιατική

:

κάνω κάτι

2) +Αιτιατική

+κατηγορούμενο

 

:

 

κάνω κάποιον κάτι

ποίος

:

κάποιου είδους

ποῖος

:

τι είδους ;

πολέμιος

:

εχθρός

πολιτεία

:

1) πολίτευμα

 

 

2) κράτος

 

 

3) το άριστο πολίτευμα

  (στον Αριστοτέλη)

πολλάκις

:

πολλές φορές

πολλαχοῦ

:

σε πολλά μέρη

οἱ πολλοί

:

οι περισσότεροι

πονέω-ῶ

:

κοπιάζω, εργάζομαι

πονηρός

:

κακός, ανίκανος, κοπιαστικός

πόνος

:

κόπος

πόρος, ὁ

:

δρόμος

πόρρω

:

μακριά

ποτέ

:

κάποτε

πότε

:

πότε ;

πότερον-α.....ἤ.....

:

(τι από τα δυο,) [το ένα] ή [το άλλο] ;

τὰ πράγματα

 

συνθήκες, υποθέσεις, περιοπτώσεις

πράγματα παρέχω τινί

:

προξενώ δυσκολίες σε κάποιον

πράττομαι +Αιτιατική

:

εισπράττω

εὖ\καλῶς πράττω

:

ευτυχώ

πρέσβυς-εως

:

1)γέροντας

 

 

2)πρεσβευτής

πρόειμι

:

προχωρώ

προΐεμαι +Αιτιατική

:

αφήνω, εγκαταλείπω

προπετής

:

ορμητικός

προσγίγνομαι +Δοτική

:

προστίθεμαι σε

πρόσειμι +Δοτική

:

πλησιάζω σε

προσέχω τὸν νοῦν +Δοτική

:

έχω στραμμένη την προσοχή μου σε

προσήκει

+Τελικό απαρέμφατο

 

:

 

ταιριάζει\πρέπει να 

προστατέομαι-οῦμαι +Ποιητικό Αίτιο

 

:

 

κυβερνιέμαι

πρότερον

:

παλιότερα

πυνθάνομαι +Αιτιατική+Γενική

:

ερωτώ\πληροφορούμαι κάτι από κάποιον

πώ

:

ως τώρα

πώς

:

κάπως, κατά κάποιον τρόπο

πῶς

:

πώς;

 

 

 

 

 

 

 

Ρ

ῥᾴδιος

:

εύκολος

ῥῖγος, το

:

ψύχος

ῥώμη

:

δύναμη

 

 

 

 

 

 

 

 

Σ

σεμνός

:

σεβάσμιος

σεμνύνομαι

:

υπερηφανεύομαι

σῖτος, ὁ\σιτίον, το

:

τρόφιμα, προμήθειες

σκοπέω-ῶ\-οῦμαι

 

 

1) +Αιτιατική

:

εξετάζω, σκοπεύω

2) +Πλάγια ερώτηση

:

σκέπτομαι, αναζητώ

σπουδῇ

:

βιαστικά

στάσις

:

επανάσταση

στρατεία

:

εκστρατεία

στρατεύω

:

εκστρατεύω

συχνός

:

πυκνός

συγγιγνώσκω +Δοτική

:

συμφωνώ με

συγχωρέω-ῶ +Δοτική+Αιτιατική

 

:

 

επιτρέπω σε κάποιον κάτι

συλλαμβάνω +Αιτιατική

:

συγκεντρώνω, παίρνω μαζί μου

συμβουλεύομαι +Δοτική

:

συζητώ με κάποιον

συνάγω ἐκκλησίαν

:

συγκαλώ σε συνέλευση

σύνειμι +Δοτική

:

συναναστρέφομαι με

συνίημι +Αιτιατική

:

καταλαβαίνω

σφάλλομαι

+Αντικείμενο (κυρίως σύστοιχο)

:

κάνω λάθος

σχολή

:

αργία, ελεύθερος χρόνος

σχολῇ

:

δύσκολα

σῶμα

:

1) σώμα

 

 

2) ζωή

 

 

 

 

 

 

 

 

Τ

ταύτῃ

:

έτσι, εκεί, από εκεί

τάχα

:

σύντομα, αμέσως

τέ....καί

:

και.....και.....

τελευτάω-ῶ

 

 

1) ως αμετάβατο

:

πεθαίνω(από φυσικό θάνατο)

2) +Αιτιατική

:

τελειώνω κάτι

τελέω-ῶ +Αιτιατική

:

τελειώνω, πληρώνω

τὰ τέλη\οἱ ἐν τέλει

:

οι άρχοντες

τήμερον

:

σήμερα

τῇδε

:

έτσι, εδώ, από εδώ

τίθημι +Αιτιατική

:

θέτω, τοποθετώ

τίκτω +Αιτιατική

:

γεννώ

τιμή

:

εξουσία, αρχή

τίμημα

:

πρόστιμο, ποινή, φόρος

τιμωρέω-ῶ

 

 

1) +Δοτική

:

βοηθώ κάποιον

2) +Αιτιατική

:

τιμωρώ, εκδικούμαι

τιμωροῦμαι +Αιτιατική

:

τιμωρώ, εκδικούμαι

τιτρώσκω +Αιτιατική

:

τραυματίζω

τοι

:

βέβαια, όμως

τοιγαροῦν\τοιγάρτοι\

τοίνυν

 

:

 

γι αυτό, βέβαια, λοιπόν

τοιόσδε\τοιοῦτος

:

τέτοιου είδους

τοσόςδε\τοσοῦτος

:

τόσο μεγάλος, τόσος

τρέφω +Αιτιατική

:

τρέφω, ανατρέφω

τριηραρχέω-ῶ

:

είμαι τριήραρχος

τριήρης-ους\τριήρις

-εως

 

:

 

η τριήρη (πολεμικό πλοίο)

τρόπαιον\τροπαῖον

:

μνημείο νίκης

 

τρυφή

:

απόλαυση

τυγχάνω  

 

 

1) +Γενική

:

πετυχαίνω κάτι

2) +Κατηγορηματική μετοχή

:

τυχαίνει να..., τυχαία...

 

 

 

 

 

 

 

 

Υ

ὑβρίζομαι

:

ατιμάζομαι

ὑβρίζω

:

φέρομαι αλαζονικά

ὕβρις-εως

:

αλαζονεία, υπέρβαση του μέτρου

ὕλη

:

δάσος, ξυλο (>υλοτόμος)

ὑπάρχω

 

 

1) ως αμετάβατο

:

υπάρχω

2) +Γενική

:

ξεκινώ πρώτος κάτι

3) +κατηγορούμενο

:

είμαι κάτι

ὑπείκω +Δοτική

:

υποχωρώ σε 

ὑπισχνέομαι-οῦμαι +Δοτική+Αιτιατική

 

:

 

υπόσχομαι σε κάποιον κάτι

ὑπολαμβάνω

 

 

1)ως αμετάβατο

:

παίρνω το λόγο

2)+Ειδικό απαρέμφατο

:

νομίζω ότι...

ὑπολείπω +Δοτική+Αιτιατική

:

αφήνω, εγκαταλείπω σε κάποιον κάτι

ύποπτεύω +Α. 2)+Ειδικό απαρέμφατο)

:

υποπτεύομαι κάποιον (ότι...)

ὑπόσπονδος

:

με συνθήκες

ἡ ὑστεραία  

:

η επόμενη μέρα

 

 

 

 

 

 

 

 

Φ

φαίνω +Αιτιατική

:

φανερώνω, δείχνω

φέρω

 

 

                    1) +Αιτιατική

:

υποφέρω με

   2) +Δοτική+Αιτιατική

:

μεταφέρω σε κάποιον κάτι

χαλεπῶς φέρω +Δοτική αιτίας

:

δυσανασχετώ με

 

φεύγω +Ποιητικό Αίτιο

:

εξορίζομαι, διώκομαι από κάποιον

φείδομαι +Γενική

:

τσιγγουνεύομαι, λυπάμαι

φημί  +Ειδικό απαρέμφατο

:

λέω, ισχυρίζομαι

φθάνω +Αιτιατική+ Κατηγοριματική μετοχή

:

προφθαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο

φθέγγομαι +Αιτιατική

:

λέω κάτι

φιλέω-ῶ +Αιτιατική

:

αγαπώ

φοιτάω-ῶ

:

συχνάζω

φράζω +Αιτιατική

:

εξηγώ, λέω κάτι

φρονέω-ῶ

 

 

            1) ως αμετάβατο

:

είμαι συνετός

2)+Ειδικό απαρέμφατο

:

σκέπτομαι ότι

φύομαι

:

γεννιέμαι, είμαι από τη φύση μου κάτι

 

 

 

 

 

 

 

 

Χ

χαλεπαίνω +Δοτική αιτίας

:

οργίζομαι  με

χαρίεις-εσσα-εν

:

ευχάριστος, χαριτωμένος

χαρίζομαι +Δοτική

:

κάνω χάρη, δείχνω εύνοια σε κάποιον

χειρόομαι-οῦμαι +Αιτιατική

:

κυριεύω, φέρνω υπό την κατοχή μου

χθών-ονός, ἡ

:

γη (>καταχθόνιος)

χρεία

:

ανάγκη

χρή +Τελικό απαρέμφατο

:

πρέπει να

χρῄζω +Γενική

:

χρειάζομαι, επιθυμώ, απαιτώ

χρῆμα

:

πράγμα

τὰ χρήματα

:

η ιδιοκτησία, το βιος

χρήομαι-ῶμαι +Δοτική+ (κατηγορούμενο σε Δοτική)

:

χρησιμοποιώ κάτι (ως κάτι)

χώρα

:

τόπος, επαρχιακό μέρος

χωρέω-ῶ

:

προχωρώ

 

 

 

 

 

 

 

 

Ψ

ψηφίζομαι

 

 

                     1) +Αιτιατική

:

αποφασίζω κάτι

2) +Τελικό απαρέμφατο

:

αποφασίζω να

οἱ ψιλοί

:

ελαφρά οπλισμένοι σταρτιώτες 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ω

ὧδε

:

έτσι

ὠνέομαι-οῦμαι +Αιτιατική +Γενική αξίας

:

αγοράζω\διαπραγματεύομαι κάτι σε μια τιμή

ὥρα

:

η εποχή του έτους, η νεότητα

ὡς

:

όπως

ὥσπερ

:

όπως ακριβώς


Σεμινάριο

                                                                                                                                                                      

                                              

Ακολουθήστε μας

Log in