Αρχαία:Θεωρία Γραμματικής -Συντακτικού

οω ω

Α’ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

 

 

Ἐνεστῶτας

Παρατατικός

ὁριστική

(δηλόω) δηλ

(δηλόεις) δηλοῖς

(δηλόει) δηλοῖ

(δηλόομεν) δηλοῦμεν

(δηλόετε) δηλοῦτε

(δηλόουσι) δηλοῦσι(ν)

(δηλόετον) δηλοῦτον

(δηλόετον) δηλοῦτον

(ἐδήλοον) ἐδήλουν

(ἐδήλοες) ἐδήλους

(ἐδήλοε) ἐδήλου

(ἐδηλόομεν) ἐδηλοῦμεν

(ἐδηλόετε) ἐδηλοῦτε

(ἐδήλοον) ἐδήλουν

(ἐδηλόετον) ἐδηλοῦτον

(ἐδηλοέτην) ἐδηλούτην

ὑποτακτική

(δηλόω) δηλ

(δηλόῃς) δηλοῖς

(δηλόῃ) δηλοῖ

(δηλόωμεν) δηλῶμεν

(δηλόητε) δηλῶτε

(δηλόωσι) δηλῶσι(ν)

(δηλόητον) δηλῶτον

(δηλόητον) δηλῶτον

 

εὐκτική

α’ τύπος ἐνικοῦ:

(δηλόοιμι) δηλοῖμι

(δηλόοις) δηλοῖς

(δηλόοι) δηλοῖ

ἤ β’ τύπος ἐνικοῦ:

(δηλοοίην) δηλοίην

(δηλοοίης) δηλοίης

(δηλοοίη) δηλοίη

(δηλόοιμεν) ποιοῖμεν

(ποιέοιτε) δηλοῖτε

(δηλόοιεν) δηλοῖεν

(δηλόοιτον) δηλοῖτον

(δηλοοίτην) δηλοίτην

 

προστακτική

-

(δήλοε) δήλου

(δηλοέτω) δηλούτω

-

(δηλόετε) δηλοῦτε

(δηλοόντων) δηλούντων

ἤ (δηλοέτωσαν) δηλούτωσαν

(δηλόετον) δηλοῦτον

(δηλοέτων) δηλούτων

 

ἀπαρέμφατο

(δηλό-εν) δηλοῦν

 

μετοχή

(δηλόων) δηλῶν

(δηλόουσα) δηλοῦσα

(δηλόον) δηλοῦν

γενική:

(δηλόοντος) δηλοῦντος

(δηλοούσης) δηλούσης

(δηλόοντος) δηλοῦντος

 

 

 

Β’ ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ

 

 

Ἐνεστῶτας

Παρατατικός

ὁριστική

(δηλόομαι) δηλοῦμαι

(δηλόῃ ἤ -ει) δηλοῖ

(δηλόεται) δηλοῦται

(δηλοόμεθα) δηλούμεθα

(δηλόεσθε) δηλοῦσθε

(δηλόονται) δηλοῦνται

(δηλόεσθον) δηλοῦσθον

(δηλόεσθον) δηλοῦσθον

 

(ἐδηλοόμην) ἐδηλούμην

(ἐδηλόου) ἐδηλοῦ

(ἐδηλόετο) ἐδηλοῦτο

(ἐδηλοόμεθα) ἐδηλούμεθα

(ἐδηλόεσθε) ἐδηλοῦσθε

(ἐδηλόοντο) ἐδηλοῦντο

(ἐδηλόεσθον) ἐδηλοῦσθον

(ἐδηλοέσθην) ἐδηλούσθην

ὑποτακτική

(δηλόωμαι) δηλῶμαι

(δηλόῃ) δηλοῖ

(δηλόηται) δηλῶται

(δηλοώμεθα) δηλώμεθα

(δηλόησθε) δηλῶσθε

(δηλόωνται) δηλῶνται

(δηλόησθον) δηλῶσθον

(δηλόησθον) δηλῶσθον

 

εὐκτική

(δηλοοίμην) δηλοίμην

(δηλόοιο) δηλοῖο

(δηλόοιτο) δηλοῖτο

(δηλοοίμεθα) δηλοίμεθα

(δηλόοισθε) δηλοῖσθε

(δηλόοιντο) δηλοῖντο

(δηλόοισθον) δηλοῖσθον

(δηλοοίσθην) δηλοίσθην

 

προστακτική

-

(δηλόου) δηλοῦ

(δηλοέσθω) δηλούσθω

-

(δηλόεσθε) δηλοῦσθε

(δηλοέσθων) δηλούσθων

ἤ (δηλοέσθωσαν) δηλούσθωσαν

(δηλόεσθον) δηλοῦσθον

(δηλοέσθων) δηλούσθων

 

ἀπαρέμφατο

(δηλόεσθαι) δηλοῦσθαι

 

μετοχή

(δηλοόμενος) δηλούμενος

(δηλοομένη) δηλουμένη

(δηλοόμενον) δηλούμενον

 

 

Παρατηρήσεις:

 

  • Στὰ συνηρημένα ῥήματα ποὺ ἀνήκουν στὴ γ’ τάξη (σὲ -όω) γίνονται οἱ ἀκόλουθες συναιρέσεις φωνηέντων:

 

1) ο + ε  ο + ο  ο + ου = ου: δήλοε = δήλου, δηλόομεν = δηλοῦμεν΄

2) ο + η  ο + ω = ω: δηλόητε = δηλῶτε, δηλόωσι = δηλῶσι΄

3) ο + ει  ο + ῃ  ο + οι = οι: δηλόει = δηλοῖ, δηλόῃ = δηλοῖ, δηλό-οι = δηλοῖ.

 

Ἔτσι ἀπὸ τὴ συναίρεση τοῦ χαρακτῆρα ο μὲ τὸ ἑπόμενο φωνῆεν τῶν ὁλικῶν καταλήξεων προκύπτουν οἱ φθόγγοι ω, οι και ου.

 

  • Τὸ ῥ. ῥιγῶ (=μὲ πιάνει ῥίγος, κρυώνω) εἶχε χαρακτῆρα ω (θ. ῥιγω-) καὶ γιὰ τοῦτο, ὅταν συναιρεῖται, ἔχει ω και , ὅπου τα ῥήματα σὲ -όω ἔχουν ου ἤ οι(δηλ. συναιρεῖ τὸ χαρακτῆρα ω μὲ τὸ ἑπόμενο φωνῆεν τῶν ὁλικῶν καταλήξεων παντοῦ σὲ ω καὶ :

 

ὀριστικὴ ἐνεστ. (ῥιγώ-ω) ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ, ῥιγῶμεν, ῥιγῶτε, ῥιγῶσι(ν)΄

παρατ. (ἐρρίγω-ον) ἐρρίγων, ἐρρίγως, ἐρρίγω, ἐρριγῶμεν, ἐρριγῶτε, ἐρρίγων.

ὑποτ. (ῥιγώ-ω) ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ κτλ.

εὐκτ. (ῥιγω-οίην) ῥιγῴην, ῥιγῴης, ῥιγῴη κτλ.

προστ. δὲν ἔχει

ἀπαρ. (ῥιγῶ-εν) ῥιγῶν.

μτχ. (ῥιγώ-ων) ῥιγῶν, γεν. ῥιγῶντος κτλ.

 

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

 

Τὰ συνηρημένα ῥήματα, ὅπως καὶ τὰ λοιπὰ φωνηεντόληκτα, σχηματίζουν τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐνεστῶτα καὶ τὸν παρατατικό, ἀφοῦ προστεθούν στὸ ῥηματικὸ θέμα οἱ σχετικὲς (φαινομενικές) καταλήξεις.

 

Ἀλλὰ στοὺς χρόνους αὐτοὺς ὁ βραχύχρονος χαρακτῆρας τοῦ θέματος κανονικὰ ἐκτείνεται ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ σύμφωνο τῶν καταλήξεων, δηλαδή:

 

Τὸ ο ἐκτείνεται σὲ ω:

 

δηλῶ (θ. δηλο-), δηλ-σω, ἐ-δήλω-σα, δε-δήλω-κα, ἐ-δε-δηλ-κειν΄

δηλ-σομαι, ἐ-δηλω-σάμην, δηλω-θήσομαι, ἐ-δηλθην, δε-δήλω-μαι,

ἐ-δε-δηλ-μην (ἔτσι καί: δηλω-τός, δηλω-τέος, δήλω-σις κτλ.).

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Ἤ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ

 

Τὰ ῥήματα αὐτὰ σχηματίζουν τοὺς χρόνους ὅπως φαίνεται στοὺς παρακάτω πίνακες:

 

  1. Ῥήματα ποὺ κρατοῦν τὸ βραχύχρονο χαρακτῆρα χωρὶς νὰ παίρνουν σ.

 

Άρό-ω = ῶ (= ἀλετρίζω, ὀργώνω), (θ. ἀρο-),

ἀόρ. ἤρο-σα.

Παθ. ἀρόομαι –οῦμαι.

ῥημ. Έπιθ. ἀρο-τός.

παράγ. ἄρο-τος, ἄρο-σις, ἀρό-σιμος, ἀρο-τήρ, ἄρο-τρον κτλ.

 

  1. Ῥήματα ποὺ ἐκτείνουν τὸ βραχύχρονο χαρακτῆρα καὶ παίρνουν σ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ θ, μ, τ.

 

Χό-ω = χῶ (=σκεπάζω μὲ χώμα), (θ. χο-).

ἐνεστ. χῶ, χοῖς, χοῖ κτλ.

ἀπαρ. χοῦν, συγχοῦν,

παρατ. ἔχοον –ουν (-ους, -ου κτλ.),

μέλλ. χώ-σω,

ἀόρ. ἔ-χω-σα,

παρακ. κέ-χω-κα.

Παθ. –χόομαι –οῦμαι,

παρατ. –εχοόμην –ούμην (ἐχοῦ, ἐχοῦτο κτλ),

Παθ. άόρ. ἐ-χώ-σ-θην,

παρακ. κέ-χω-σ-μια.

ῥημ. ἐπίθ. χω-σ-τός.

παράγ. Χῶ-σις κτλ.

Στὸν ἐνεστ. ὑπάρχει καὶ τύπος χών-νυ-μι, κατὰ τὰ ῥ. σὲ -μι (χώσ-νυ-μι).




Σεμινάριο

                                                                                                                                                                      

                                              

Ακολουθήστε μας

Log in