Διαλέκτους Αρχαίας ελληνικής
Επιμέλεια: Hλίας Βαλασκατζής
διάλεκτος[1] (η) 1. (β) (εἰδικότ.) γλωσσικὴ ποικιλία ὁμιλητῶν συγκεκριμένης γεωγραφικῆς περιοχῆς ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὴν ἐπίσημη μορφὴ τῆς γλώσσας (νόρμα) σὲ στοιχεῖα φωνολογίας, γραμματικῆς καὶ λεξιλογίου. |
|
|
[Μὲ τὸν ὅρο διάλεκτος οἱ γλωσσολόγοι χαρακτηρίζουν τὴ γεωγραφικὴ διαφοροποίησι[2] εὐρύτερων περιοχῶν, ἰδ. αὐτὴν ποὺ ἐμφανίζει ἔντονες ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν κοινὴ γλῶσσα σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα (προφορά, γραμματικοσυντακτικὴ δομή, λεξιλόγιο) καὶ σὲ βαθμὸ ποὺ οἱ ὁμιλητὲς τῆς διαλέκτου νὰ μὴν εἶναι εὔκολα κατανοητοὶ ἀπὸ τοὺς ὅμιλητὲς τῆς κοινῆς γλώσσας. Ἄρα ὁ ὅρος διάλεκτος εἶναι ὑπερκείμενη διάκριση][3]. |
[1] (Μπαμπινιώτης, 2005).
[2] Μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι σαφῶς δὲν μεταβάλλεται ἡ μορφὴ τοῦ ἑνικοῦ, μία ποὺ ὁ πληθυντικὸς ἀπαντᾷ ἀνέπαφος (ἐπὶ παραδείγματι, ἡ πόλι – οἱ πόλεις [καὶ ὄχι οἱ *πόλες]), χρησιμοποιοῦνται τὰ τριτόκλιτα μὲ τὴν προκειμένη ὀρθογραφία. Η τεκμηριωμένη, πάντως, αυτή επιλογή δεν ακολουθείται στο παρόν άρθρο, αλλά αναφέρεται με την προσδοκία μελλοντικής χρήσης.
[3] Γιὰ τὴ βιβλιογραφικὴ ἀναφορὰ ὅρα ὅπου ἀνωτέρω.
«Ο όρος διάλεκτος δηλώνει ορισμένη, διαφοροποιημένη μορφή μιας γλώσσας. Η ονομασία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη διάλεκτος (= ομιλία, γλώσσα, διάλεκτος), που παράγεται από το ρήμα διαλέγεσθαι (= ομιλώ, συζητώ). Μια διάλεκτος μπορεί να διακρίνεται από άλλες διαλέκτους τής[1] ίδιας γλώσσας βάσει χαρακτηριστικών που ανήκουν σε οποιοδήποτε επίπεδο τής γλωσσικής της δομής- φωνολογία, μορφολογία ή σύνταξη (…) Πάντως, ενώ οι διάλεκτοι μιας γλώσσας διαφέρουν, έχουν ωστόσο έναν κοινό πυρήνα χαρακτηριστικών» (Συλλογικό, 2006).
Μετά την αντισθένεια, πολλαπλή, ἐπίσκεψιν τού όρου διάλεκτος, στο πλαίσιο μιας πρώτης σημασιολογικής προσπέλασης, και διά τού ετύμου του, απομένει η καθαυτήν πραγμάτευση τού προκειμένου όρου, με στόχο πάντοτε και τη συνέπεια προς τη ρήση τού ειπωθέντος κυνικού. Δεν είναι πάντως απλή η όλη αναφορά στο θέμα- επιδιώκοντας ο μελετητής να ορίσει, να διακρίνει και να ταξινομήσει τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, απαντά σημαντικές τροχοπέδες στην πορεία τού έργου του, γεγονός που έχει αποτυπωθεί και στο πλήθος των θεωριών, οι οποίες έχουν διατυπωθεί ως πιθανώς ορθές αποκρίσεις στο ερώτημα αυτό του ταξινομείν. Αλλά ας εκκινήσουμε αρχήθεν τη συλλογιστική μας πορεία.
«Η ελληνική γλώσσα ξεκινάει από μια κοινή και ενιαία σχετικώς μορφή, την Προϊστορική Κοινή, διασπάται σε διαλέκτους (Ιωνική- Αχαϊκή- Δωρική) και ενοποιείται εκ νέου υπό τη μορφή τής Αλεξανδρινής Κοινής. Κατά τον 6ο αι. μ.Χ. αρχίζει να αναπτύσσεται νέα διαλεκτική διαφοροποίηση, που ολοκληρώνεται κυρίως μετά την κατάλυση τής βυζαντινής αυτοκρατορίας και τον διαμελισμό της. Μετά δε από πολλές ιστορικές περιπέτειες- τα τελευταία 30 χρόνια- η γλώσσα μας έφθασε και πάλι σε μια γενικότερη, πανελλήνια μορφή, τη Νεοελληνική Κοινή.
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο έχουμε μεγάλη διαλεκτική διάσπαση. Ποτέ σε τόσο μικρό χώρο δεν δημιουργήθηκαν τόσο πολλές διάλεκτοι. Αυτό οφείλεται: (i) στην έλλειψη ευρύτερης επικοινωνίας· η επικοινωνία αίρει συνήθως τις διαλεκτικές διαφορές, και (ii) στην πολιτική αυτοτέλεια με τη μορφή τής πόλεως – κράτους, που ευνοούσε και τη γλωσσική αυτοτέλεια, γιατί επέτρεπε να καθιερώνονται περισσότερες επίσημες γλώσσες, οι τοπικές διάλεκτοι.
Ενώ όμως είχαμε τόσο μεγάλη διαλεκτική διαφοροποίηση, η ελληνική γλώσσα δεν διασπάστηκε σε επιμέρους θυγατρικές γλώσσες, όπως έγινε λ.χ. με τις νεολατινικές γλώσσες. Η βαθιά εθνική συνείδηση, η συνείδηση δηλαδή τής κοινής καταγωγής καιτής κοινής θρησκείας, το ὅμαιμον και το ὁμόθρησκον, τους έκαναν να αισθάνονται μεταξύ τους έναν στενότερο γλωσσικό δεσμό, μια κοινή γλώσσα (ὁμόγλωσσον)»[2].
Πολλές[3] ήσαν, λοιπόν, οι διάλεκτοι τής Ελληνικής, και κυρίως διαμορφώθηκαν σε γραπτή μορφή οι εξής τρεις, η αιολική, η δωρική και η ιωνική διάλεκτος, από την οποία προήλθε η Αττική. Από τις διαλέκτους αυτές η καθεμιά διαιρείται σε μερικότερες, κατά τόπους, πόλεις και έθνη, όπως και οι κύριες φυλές τού ελληνικού έθνους διαιρέθηκαν σε μικρότερες φυλές. Όλες, ωστόσο, οι διάλεκτοι και οι υποδιαιρέσεις τους μπορούν να αναχθούν σε δύο γένη, τις πιο τραχείς (την αιολική και τη δωρική διάλεκτο) και τις πιο μαλακές (την Ιωνική και Αττική). Υποστηρίζεται, συν τοις άλλοις, ότι η πρωιμότερη μορφή των εν λόγω διαλέκτων συνιστά πρωτοελληνικό και όχι προελληνικό στοιχείο· η Πελασγική, συνεπώς, πιθανολογείται ότι είναι αρχαιότατη ελληνική γλώσσα, αλλά και πως την καθημερινότητα των Πελασγών, τα ήθη και τα έθιμά τους διατήρησαν καταρχάς τα αιολικά φύλα, κατόπιν τα δωρικά, ενώ οι ευκίνητοι και ζωηροί Ίωνες είχαν περισσότερο απομακρυνθεί.
Οι συγκεκριμένες πληροφορίες, και δη και αυτές που αφορούν τους Πελασγούς, απαιτούν πιο διευρυμένη επιχειρηματολογία, διότι υπάγονται και σε άλλους τομείς τού επιστητού, όπως είναι οι αρχαιολογικές και οι ανθρωπολογικές προσπελάσεις. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ειπωθεί ότι συνιστά η οπτική αυτή μάλλον παρωχημένη αντίληψη, για την ολοκληρωμένη ωστόσο θέαση των πραγμάτων είναι σαφώς αναγκαία η προβολή της. Απαραίτητη, επιπρόσθετα, κρίνεται η παρουσίαση σύγχρονων κριτηρίων για την ταξινόμηση των διαλέκτων, όπως και η επισήμανση τής ταξινόμησης καθαυτήν. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
«Κατά τον Kretschmer, που ακολουθείται σε γενικές γραμμές και από τον Αναγνωστόπουλο («Σύντομος ἱστορία τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων» 1924), οι αρχαίες διάλεκτοι διακρίνονται ως εξής:
I. Ιωνική – Αττική: Είναι η διάλεκτος των Ιώνων, που πρώτοι έρχονται στην Ελλάδα κατά το 2000 π.Χ., όπως δείχνουν οι αρχαιολογικές μαρτυρίες (…)
II. Αχαϊκή: Πρόκειται για τη διάλεκτο των Αχαιών που έρχονται περί το 1600. Από τις αρχαιολογικές φαίνεται ότι δεν έχουμε σοβαρή διακοπή στον πολιτισμό των Ιώνων. Αφομοιώνονται με το υπάρχον ιωνικό στοιχείο και εμφανίζονται μάλλον ως νέα δυναστεία (Μυκηναίοι) (…)
III. Δωρική: Είναι η διάλεκτος των Δωριέων, του γ΄ κύματος Ελλήνων, που έρχονται περί του 1100 (κατά τον Kretschmer) από τη ΒΔ. Ελλάδα και υποτάσσουν τους Αχαιούς (…)
Ταξινόμηση Χατζιδάκι
i. Ανατολική ή Ιωνική – Αττική
ii. Αχαϊκή Βόρεια ή Αιολική
Νότια
iii. Βορειοδυτική ή Δωρική
iv. Ανάμεικτες
a. Μακεδονική (ΒΔ και Αιολική)
b. Παμφυλιακή (Δωρ. και Αχαϊκή)»[4].
Ταξινόμηση Buck
Δυτικές Βορειοδυτική Ηπείρου Φωκική (Δελφών) Λοκρική ΒΔ Κοινή Ηλειακή (Ολυμπίας) |
Ανατολικές Αττική – Ιωνική Αιολική Αιολική Μ. Ασίας Λέσβου – Τενέδου
|
Κεντρικές Θεσσαλική Βοιωτική Μακεδονική Παμφυλιακή |
|
Δωρική Λακωνική, Κρητική Μεσσηνιακή, Δωδεκανησιακή Αργολική Κορινθιακή Μεγαρική |
Αρκαδο-κυπριακή |
Συμπερασματικά, η μελέτη των διαλέκτων και η κατά το δυνατόν σαφής οριοθέτησή τους είναι αναμφίβολα καθ’ όλα απαιτητική, και σίγουρα όχι απόρροια κόπου και επιμονής απλώς ενός ανθρώπου. Οδηγούμενοι πάντως στη ρίζα της[5] γλωσσικής καταγωγής και μελετώντας αρχαιολογικά, ανθρωπολογικά, αλλά και αμιγώς γλωσσικά κληροδοτήματα του παρελθόντος, τίθεται η βάση μιας νέας προοπτικής, αυτής της διαχρονικής σπουδής της ανθρώπινης γλώσσας και, δι’ αυτής, το πεδίο για την κατανόηση των γλωσσικών μηχανισμών ανά τους αιώνες. Η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει καταρχήν. Οι ανάγκες της για επιβίωση, η άσβεστη δίψα της για γνώση, ο βιολογικός της προσανατολισμός για επικοινωνία αποτελούν συλλήβδην λόγους που καθιστούν τη μελέτη της γλώσσας ανά τους αιώνες κτῆμα ἐς ἀεί… Εκεί όπου η φυσική γλώσσα εμφανίζεται κατ’ αποκλειστικότητα στον άνθρωπο ακριβώς, εκεί όπου ο άνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, μόρφωσης ακαδημαϊκής, ευφυΐας (κατά βάση), τη χρησιμοποιεί ως αναπόσπαστο τμήμα της σκέψης, της ολοκληρωμένης βίωσης των συναισθημάτων, της έκφρασής τους και της εν γένει θεμελίωσης του πολιτισμού του, εκεί ο χρόνος σταματά και η διαχρονική φθίση του λόγου αντιμετωπίζεται στη ρίζα: για όσο μιλά, θα εμφανίζεται και η παθολογική αδυναμία του να τον εκφέρει- για όσο θέλει να μιλήσει, θα βρίσκεται και η θεραπεία του λόγου του καθαυτόν και στην ιστορία της διαμόρφωσής του… Για όσο υπάρχουν άνθρωποι και συνακόλουθα ασθένειες, θα υπάρχουν και μέσα να υπερβαίνονται, αρκεί να στρέψουμε την προσοχή μας στον ίδιο τον ανθρώπινο παράγοντα…
Έργα που αναφέρονται
1. Κοφινιώτης, Ε. Κ. (1888 ). Γραμματική των Διαλέκτων της Ελληνικής Γλώσσης. Αθήνα: Κουλτούρα (σύγχρονη επανέκδοση).
2. Μπαμπινιώτης, Γ. (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα .
3. Μπαμπινιώτης, Γ. (2005). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Τόμ. Επίτομο). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
4. Συλλογικό. (2006). Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Larousse, Britannica. Αθήνα, Ελλάδα: Πάπυρος.
[1] Η θέση του καθηγητή κυρίου Μπαμπινιώτη, ότι είναι χρήσιμη η παρουσία τόνου στη γενική ενικού του οριστικού άρθρου (σε όλα τα γένη) υπέρ της αμέσου διακρίσεως του τύπου από την ομότυπη κτητική αντωνυμία, ακολουθείται συνεπώς στο παρόν άρθρο.
[2] (Μπαμπινιώτης, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, 2002).
[3] Η παρούσα παράγραφος έχει βασιστεί στο έργου του Κοφινιώτη Ευαγγέλου, Γραμματική των Διαλέκτων (Κοφινιώτης, 1888 ).
[4] (Μπαμπινιώτης, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, 2002) (Από το βιβλίο πάρθηκε και ο παραπάνω πίνακας).
[5] Προτιμάται η διμορφία στη χρήση, ώστε να συστήσει αυτό ερέθισμα στον αναγνώστη για την καλύτερη χρήση του τονισμού συνολικά.